- παγόδα
- Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στις περιοχές της νοτιοανατολικής Ασίας που υπέστησαν την ινδική πολιτιστική επίδραση.
Μερικές φορές είναι κυκλική, αλλά συχνότερα είναι τετράγωνη ή πολυγωνική στη βάση, από όπου ανυψώνεται προς τα επάνω περιοριζόμενη βαθμιαία. Στο κέντρο του πύργου ορθώνεται μια μεγάλη κολόνα, που συμβολίζει τον άξονα που συνδέει το κέντρο της γης με τον ουρανό. Στις ιαπωνικές π. υπάρχουν συνήθως 4 κολόνες στις γωνίες, οι οποίες συμβολίζουν τα στηρίγματα που υποβαστάζουν τον ουρανό. Κάθε π. είναι χωρισμένη σε περισσότερα επίπεδα, από 5 έως 13 (πάντοτε περιττού αριθμού), τα οποία παριστάνουν τους ουρανούς των θεών και χαρακτηρίζονται από ένα μικρό στέγαστρο που προεξέχει. Ως τόπος λατρείας, η π. διατηρεί λείψανα του Βούδα. Ολόκληρο το αρχιτεκτονικό σύνολο έχει μια μαγική αξία, γιατί συμβολίζει τον κόσμο, που αποτελείται από ύλη άλογη και αδρανή, η οποία ζωντανεύει από το ζωικό πνεύμα, που δίνουν τα λείψανα του Βούδα, τα οποία περικλείονται στην παγόδα. Τα μνημεία από τα οποία εμπνέεται η π. είναι τα στούπα, που στη Σρι Λάνκα πήραν τη σανσκριτικό ονομασία νταγκόμπα, από το οποίο οι Πορτογάλοι δημιούργησαν τον 16o αι. την καινούργια ονομασία.
Η παγόδα στο Καοσιούγκ της Ταϊβάν, που εγκαινιάστηκε το 1956.
Η παγόδα του νονού Χοριούγι στη Νάρα, ένα από τα αρχαιότερα δείγματα ιαπωνικής αρχιτεκτονικής (7ος αιώνας).
* * *η1. πολυώροφο πυργοειδούς μορφής κτήριο τής ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας, που μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα κατασκευαζόταν από ξύλο αλλά αργότερα και από πλίνθους ή πέτρα και το οποίο είναι ενταγμένο συνήθως στο συγκρότημα ενός βουδιστικού ναού2. συνεκδ. μικρό ειδώλιο από μέταλλο ή πορσελάνη το οποίο λατρεύεται στους κινεζικούς και ινδικούς ναούς3. ονομασία χρυσού νομίσματος στην Ινδία, ποικίλης αξίας4. είδος γυναικείων ξυλοπέδιλων με γωνίες στα άκρα5. μανίκι γυναικείας ρόμπας στενό ώς τον αγκώνα που διαπλατύνεται προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. pagoda < ινδ. pagoda. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.